Χαλκιδαίος

Χαλκιδαίος
ο, θηλ. Χαλκιδαία, Ν
κάτοικος τής Χαλκίδας ή αυτός που κατάγεται από την Χαλκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλκίδα + κατάλ. -αίος (πρβλ. Σιφν-αίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Χαλκιδέας — ο / Χαλκιδεύς, έως, ΝΜΑ 1. κάτοικος τής Χαλκίδας, Χαλκιδαίος 2. κάτοικος τής Χαλκιδικής αρχ. ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύς δειλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλκίς, ίδος + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • χαλκιδαίικος — η, ο, Ν [Χαλκιδαίος] χαλκιδικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χαλκίδα και στους Χαλκιδαίους ή αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα …   Dictionary of Greek

  • Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδιώτης — ο θηλ. ισσα και Χαλκιδαίος, ο θηλ. α ο κάτοικος της Χαλκίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: Εθνικός ύμνος. 2. που έχει εθνικά φρονήματα, πατριωτικός: Εθνική Αντίσταση. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εθνικά, τα (γραμμ.), τα παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο χώρας ή πόλης ή αυτόν που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”